ευσταθής

ευσταθής
-ές (ΑΜ εὐσταθής, -ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, -ές)
σταθερός, αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές οικοδόμημα» β. «ευσταθής μοναρχία», Φιλόδ.)
αρχ.
1. ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος («περὶ τοῑχον ἐϋσταθέος μεγάροιο», Ομ. Ιλ.)
2. σταθερὸς, σοβαρὸς
3. αυτὸς που επιμένει σε κάτι
4. ήρεμος, πράος («εὐσταθεῑς ψυχαί», Δημόκρ.)
5. υγιής
6. φρ. «εὐσταθεῑς νoῡσοι» — οι αρρώστιες που θεραπεύονται εύκολα (Ιπποκρ.).
επίρρ...
ευσταθώς (ΑΜ εὐσταθῶς
Α και εὐσταθέως)
σταθερά, με ασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σταθής (< εστάθην παθ. αόρ. τού ρ. ίσταμαι). Κατά το σχήμα ακρατής / κρατερός, αφανής / φανερός («νόμος τού Caland») σχηματίστηκαν και ασταθής / ευσταθής: σταθερός. Από το ευσταθής προήλθε και κύρ. όν. Ευστάθιος, απ' όπου το σημερ. Στάθης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὐσταθής — well based masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευσταθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, σταθερός, στέριος, αμετακίνητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐσταθῇς — εὐσταθέω to be steady pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσταθῆ — εὐσταθής well based neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐσταθής well based masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐσταθής well based masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσταθέστερον — εὐσταθής well based adverbial comp εὐσταθής well based masc acc comp sg εὐσταθής well based neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσταθέα — εὐσταθής well based neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐσταθής well based masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσταθές — εὐσταθής well based masc/fem voc sg εὐσταθής well based neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσταθέστατα — εὐσταθής well based adverbial superl εὐσταθής well based neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσταθέστατον — εὐσταθής well based masc acc superl sg εὐσταθής well based neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσταθεστάτη — εὐσταθής well based fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”